υδροβρόμιο

υδροβρόμιο
το
χημική ένωση υδρογόνου και βρόμιου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υδροβρομικός — ή, ό που περιέχει υδροβρόμιο (βλ. λ.): Υδροβρομικό οξύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”